< ἀγριομολόχη
ἀγριομυρίκη >
ἀγριόμορφος
,
-ον
de fiero aspecto
ὄφις
Epic.Alex.Adesp
. en
CRIPEL
6.1981.248, Orph.
A
.979,
δαίμονες
App.Anth
.4.104.