< ἀγριόδαυκον
ἀγριοελαία >
ἀγριόεις
,
-εσσα, -εν
1
silvestre
ὀπώρη
uvas silvestres
Nic.
Al
.30,
κράδη
Nic.
Al
.604.
2
salvaje
φωτῶν ἀ. νόος
Eleg.Alex.Adesp.Halic
.22.