ἀγριάδια, -ων, τά
sent. dud., quizás inflorescencia de la vid silvestre
ἄνθη ἀμπελική, τὰ ἀγριάδια ἤτοι τὰ ἀποτρίμματα τῆς ἀγρίας ἀμπέλουAn.Boiss.2.395, cf. Gloss.Bot.Gr.342 (ap.crít.).
ἄνθη ἀμπελική, τὰ ἀγριάδια ἤτοι τὰ ἀποτρίμματα τῆς ἀγρίας ἀμπέλουAn.Boiss.2.395, cf. Gloss.Bot.Gr.342 (ap.crít.).