< Ἀγριώνιος
ἀγροβάτας >
ἀγριωπός
,
-όν
de aspecto feroz
ὄμμα Γοργόνος
E.
HF
990,
τέρας
E.
Ba
.542,
τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου
Plu.
Mar
.14, cf. Sch.A.
Pers
.614D.