< Ἄγριοι
ἀγριοκάλαμον >
ἀγριοϊντίβιον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
ἀγριοίντυβον
Gloss.Bot.Gr
.350 (ap.crít.)
bot.
achicoria
,
Cichorium intybus
L.
,
Gloss.Bot.Gr
.349.10, 350 (ap.crít.).