< ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριοστροβιλέα >
ἀγριοστάφυλον
,
-ου, τό
bot., sent. dud. quizás
inflorescencia de la vid silvestre
ἄνθη ἀμπελική τὰ ἀγριάδια ἤγουν τὰ ἀ.
Gloss.Bot.Gr
.342 (ap.crít.).