< ἀγριοσταφυλίδες·
ἀγριοσταφυλῖνος >
ἀγριοσταφύλιν
,
-ίου, τό
• Grafía:
graf. ἀγρισ-
bot. prob.
vid silvestre
,
Gloss.Bot.Gr
.384.13.