< ἀγριομαλάχη
ἀγριομέλισσα >
ἀγριομαρούλιον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
-μαιούλιον
Anecd.Erm
.261;
-μάρουλον
Gloss.Bot.Gr
.338.28, 359.15, 422.18
bot.
lechuga silvestre
,
Gloss.Bot.Gr
.ll.cc., 330.18, 422.5 (ap. crít.).