< ἀγριολάπαθον
ἀγριολειχήν >
ἀγριολάχανον
,
-ου, τό
bot.
verdura silvestre
otro n. de la planta conocida tb. como
δρακόντιος ἥμερος
Cyran
.1.4.4, Sch.Theoc.4.52, Pall.
H.Laus
.26.2.