< ἀγριοκάρυδον
ἀγριοκάττα >
ἀγριοκάρυον
,
-ου, τό
bot.
1
n. de un
árbol
Hsch. (cf. ἀγριοκάρυδον).
2
baya de la yedra negra
,
Hedera Helix
L.
διονύσιον ἢ ἀγριοκάρυον
Gloss.Bot.Gr
.388.13, cf. 421.23.