< ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη >
ἀγριοκολοκάσιον
,
-ου, τό
bot., forma y sent. dud., prob.
un tipo de
leguminosa
del género
Trifolium
λωτὸς ἀγριοκολοκάσιον βοτάνη τρίφυλλον
Gloss.Bot.Gr
.327.10.