< ἀγριοκανάβη
ἀγριοκάνναβος >
ἀγριοκαννάβιν
,
-ίου, τό
• Grafía:
graf. -κανάβιν
Gloss.Bot.Gr
.305.23
bot.
cañamera
,
Althaea cannabina
L.
,
Gloss.Bot.Gr
.l.c., 421.1.