< ἀγριοελαία
ἀγριοηδύοσμος >
ἀγριοζιζυφέα
,
-ας, ἡ
• Grafía:
graf. -ζηζιφαία
bot., sent. dud.
κυπέρου τὸ δένδρον ἤτοι ἡ ἀ.
Gloss.Bot.Gr
.389.24.