< ἀγριοβασιλικός
ἀγριόβουλος >
ἀγριοβλησκούνιον
,
-ου, τό
• Grafía:
graf. -νι
Gloss.Bot.Gr
.322.24, ἀγριοφλησκούνιον
Gloss.Bot.Gr
.345.4, -φλησκούνι
Anecd.Plant
.9.48, -φλισκούνι
Gloss.Bot.Gr
.368.13
bot.
díctamo de Creta
,
Origanum dictamnus
L.
, ll.cc.