< ἀγριαίξ
ἀγριάμπελος >
ἀγριαῖον
,
-ου, τό
fiereza
,
agresividad
τὸ ἀ. τῆς ψυχῆς τῇ μελῳδίᾳ κατακοιμίσας
Basil.M.29.212C.