ἀγρευτήρ, -ῆρος, ὁ
1 cont. cazador o pescador
Καλυδωνίου κάπροιοCall.Dian.218,
ἰχθύοςTheoc.21.6, cf. AP 7.578 (Agath.),
ἀγρευτῆρι πανείκελοςNonn.D.42.126,
ἁλίπλοοι ἀγρευτῆρεςOpp.H.1.272, cf. Leon.2270P.
2 como adj. de caza cont. de pesca
κύνεςOpp.C.3.456, Nonn.D.44.290,
ἀγρευτῆρι λίνῳMan.5.279.