ἀγρεσιθήρα, -ας


fem. cazadora Ἄρτα]μις ἰοχέαιρα ... [θυγάτ]ηρ Διὸς ἀγρεσ[ι]θήρα Stesich. (?) en POxy.3876.2.7 + 6(b).2 (p.33).