ἀγοράομαι
• Prosodia: [ᾰ- pero ᾱ- Il.2.337]
• Morfología: [ép. y jón. pres. ἀγοράασθε Il.2.337, impf. 2a plu. ἠγοράασθε Il.8.230, 3a plu. ἠγορόωντο Il.4.1, Hdt.6.11]


I 1hablar en la asamblea ὅ σφιν ... ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν (Calcante en la asamblea de los Aqueos) Il.1.73, cf. 253, 2.78, 337, Od.2.160, καί σφι καὶ ἄλλοι ἠγορόωντο Hdt.6.11, λαοῖς Nonn.D.36.429.

2 hablar ξέναις S.Tr.601, ἀλλήλοισιν ἀμοιβαδόν A.R.2.1226.

3 c. ac. decir con énfasis εὐχωλαὶ ... ἃς κενεαυχέες ἠγοράασθε Il.8.230, ἔπος μέγα Thgn.159.

II intr. reunirse en asamblea οἱ θεοὶ ... ἠγορόωντο Il.4.1, πασσυδὸν ἠγορόωντο Nonn.D.27.243.