< ἀγορητός
ἀγορῆφι >
ἀγορητύς
,
-ύος, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
elocuencia
οὐ πάντεσσι θεοὶ ... διδοῦσιν ἀνδράσιν ... ἀγορητύν
Od
.8.168.