ἀγορητής, -οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [sup. ἀγορητότατος Hsch., ἀγορήτατος EM α 185]


1 orador de Peleo βουληφόρος ἠδ' ἀ. Il.7.126, de los ancianos ἀγορηταὶ ἐσθλοί Il.3.150, esp. de Néstor λιγὺς ἀγορητής Il.1.248, 4.293, cf. Ar.Nu.1057, de Tersites λιγύς περ ἐὼν ἀ. Il.2.246, cf. 19.82, Od.20.274, de Platón, Timo SHell.804, Cleom.2.1.491
sup. ἀγορητότατος· λογιώτατος Hsch., EM l.c.

2 funcionario del ágora prob. rematador de subastas, IGLS 4028.34 (III d.C.), cf. ἀγορητάς· τοὺς ἐν ἀγορᾷ ἀναστρεφομένους EM α 186.