< ἀγορασία
ἀγόρασις >
ἀγορασιαστικός
,
-ή, -όν
ἀ. δίκαιον
derecho de tanteo
o
de retracto
,
PLond
.1727.32,
PMonac
.4.16 (ambos VI d.C.), cf. ἀγοραστικός
I
.