ἀγνώμων, -ον
• Prosodia: [ᾰ- sólo en Man.5.338]
• Morfología: [gen. -ονος, sup. ἀγνωμονέστατος X.Mem.1.2.26, pero -ονόστατος SB 13867.67 (II d.C.)]
I
ἐπίκειται ... ἀγνώμων σῇ κεφαλῇ στέφανοςen tu cabeza reposa una corona de irreflexión Thgn.1260,
ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖνPi.O.8.60
•gener. de pers.
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνωνAristarch.Trag.3, de Critias y Alcibiades, X.Mem.1.2.26,
κριτήςX.Mem.2.8.5,
ἀγνώμον', ὀργίλην, χαλεπήνMen.Fr.804.12, cf. Aesop.284.3, Babr.101.2.
2 obstinado, terco
γνώμη ... ἀγμωνονεστέρηHdt.9.41
•subst. τὸ ἀ. obstinación
τὸ ἀ. καὶ θυμοειδέςHp.Aër.16.
3 insensible, duro, inexorable
Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ' ἀγνώμονεςS.OC 86
•desconsiderado de la amada
αὐτὴ ... ἀγνωμοσνοστάτη ἐστίSB l.c.
•neutr. plu. como adv.
φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμοναS.Tr.473
•de cosas insensible, cruel Aeschin.3.244,
πρᾶγμα ἀγνώμονα πάσχεινParth.17.5.
II
ἀχαρίστους ὑμᾱς ... καὶ λίαν ἀγνώμονας εὑρίσκειPlb.4.85.3,
εἰς ... ἀγνώμονας εὐγνώμων ἐγένουM.Ant.5.31,
ἄφιλος οὐδὲ ἀ.Plot.1.4.15,
φίλοισιν ἀγνώμωνBabr.119.7.
2 que no paga sus deudas, moroso, fresco
ἀ. περὶ τὰς ἀποδόσειςLuc.Herm.10, cf. Iul.Or.2.117c, POxy.3400.21 (IV d.C.).
III ignorante Antipho Soph.B 106a,
πολυγνώμονες ... δόξουσιν ... ἀγνώμονες ὄντεςPl.Phdr.275b,
περὶ τὸ δίκαιονPl.Lg.700d,
ἀ. πλανᾶσθαιequivocarse sin intención Hp.Vict.1.6.
IV adv. -ως insensatamente X.HG 6.3.11,
ἀ. ἔχεινD.2.26, Heraclit.All.30.