ἀγνωμονέω


I intr.

1 actuar de manera injusta μὴ ... ἀγνωμονεῖν δόξητε, προδοσίαν καταγνόντες X.HG 1.7.33, εἰς ὑμᾶς D.18.94, εἴς μ' ἀγνωμονεῖν Men.Sam.637, cf. Fauorin.De Ex.22.25, Apollod.Com.7.6, περὶ τοῦτον Plu.Alc.19
hacer trampa περὶ τὸν σταθμὸν Plu.Cam.28.

2 actuar tontamente Aq.1Re.13.13.

II tr.

1 tratar injustamente τὰ θνητά E.Fr.908b, σέ Zeno Stoic.1.69, τὴν πόλιν Him.Or.6.31, αὐτὴν Aesop.250.1, en v. pas. ἐγὼ τὰ μέγιστα ἠγνωμονημένος ὑπό σου UPZ 144.1, ἠγνωμονημένος καὶ μεμαστιγωμένος ἀκρίτως PSI 816.6 (ambos II a.C.), cf. Plu.2.484a, Cam.18, μὴ ἀγνωμονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ πατρός POxy.237.5.40 (II d.C.).

2 desatender, incumplir el pago de una deuda contractual o fiscal τὰ τεταγμένα τέλη PSI 222.12 (III d.C.), εἰ ... ἀγνωμονοῖντο παρά τινων οἱ δημόσιοι φόροι Iust.Nou.15.6.1
abs. PGen.15.3 (biz.)
frec. part. ἀγνωμονῶν moroso, POxy.71.1.20 (IV d.C.)
defraudador Iust.Nou.8.8 proem.
gener. cometer un delito οἱ ἀγνωμονοῦντες PCair.Isidor.69.26 (IV d.C.).
• Etimología: Cf. γιγνώσκω.