ἀγμός, -οῦ, ὁ


1 rompiente, acantilado κοιλωπὸς ἀγμός E.IT 263
monte, pico διὰ ... νάπης ἀγμῶν τ' ἐπήδων E.Ba.1094, κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί Nic.Th.146, κνώδαλα ... ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς Nic.Al.391, cf. St.Byz.s.u. Ὄαξος.

2 fractura περὶ ἀγμῶν tít. de una obra de Hp., Gal.18(2).323.
• Etimología: Cf. ἄγνυμι.