< †ἀγμικόν·
*Ἀγμόνιος >
ἀγμινάλια
,
τά
• Grafía:
graf. ἀκμ-
lat.
agminalis
,
animales de carga
ἐπιμελητὴς ἀκμιναλίων
POxy
.3741.45 (IV d.C.).