< ἀγλωσσεῖ·
ἄγλωσσος >
ἀγλωσσία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
át.
-ττία
1
falta de elocuencia
ἀγλωσσίᾳ ... ἀνὴρ δίκαια λέξας
E.
Fr
.56, Antipho Soph.B 97.
2
silencio
Hsch.