< ἀγλύεσθαι·
ἄγλυφος >
ἀγλυκής
,
-ές
desagradable
ὀσμαί
Thphr.
CP
6.14.12,
πρὸς ὄσφρησιν αὕτη δ' ἀγλυκής
Thphr.
CP
6.18.8. Cf. ἀγλευκής.