ἀγλαΐζω
I en v. med.
1 disfrutar, gozar de o con gener. c. dat. instrum.
(τοῖς ἵπποισιν) σέ φημι ... ἀγλαϊεῖσθαιIl.10.331, esp. ref. al lujo, objetos preciosos
ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεταιSemon.8.70,
μουσικᾶς ἐν ἀώτῳPi.O.1.14.
2 adornarse, engalanarse
τῇ τῶν πτερῶν ἀγλαϊζόμενοι στολῇAch.Tat.1.15.7
•fig.
ἡ φοῖνιξ ἀγλαϊζομένη κάλλιστον καρπὸν οἴσειGp.10.4.9,
ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένηun rábano aliñado con aceite Ephipp.3.6.
3 resplandecer
ἑαυτὸν μὲν ἠγλαϊσμένον, φωτὸς πλήρη νοητοῦPlot.6.9.9.
II en v. act.
1 honrar
θεόνB.3.22, c. ac. y dat. instrum.
θυσίαις ἠγλάϊσεν τέμενοςIsyll.28,
Σικυῶνα πάτραν ... καλλίστοις ἠγλάϊσας στεφάνοιςCEG 811.4 (Sición IV a.C.),
με ... ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισινIG 12(3).1190.10 (Melos III a.C.)
•c. ac. int. glorificar, ofrecer como honor
σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομενCarm.Pop.5(b).1,
Πύθιε, ... πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάισεApolo, con esto te honró la montaña Theoc.Ep.1.4.
2 favorecer
πρόσωπονHp.Mul.2.188.
3 iluminar, hacer resplandecer
πάντα τὸν οὐρανόνProcl.in Ti.3.119.3.
III intr. florecer, brotar
ἀσπάραγοςAntiph.294, cf. Hsch.