ἀγλαόφημος, -ον


de espléndida fama κούρης εἰν]αλίης ἀγλαόφη[με πάϊ Simon.Eleg.3a.10, cf. 1a.13, Μοῦσαι Πιερίδες Orph.H.76.2, cf. 31.4.