< ἀγλαόπαις
†Ἀγλαόπης >
ἀγλαόπεπλος
,
-ον
de espléndido peplo
πινυτῇ ... ἀλόχῳ Ὀᾷ ἀγλαοπέπλῳ
GVI
1726.1 (II/III d.C.),
Θέτις
Q.S.11.240.