< ἀγλαόκωμος
ἀγλαομητία· >
ἀγλαομειδής
,
-ές
de agradable sonrisa
Ἔρως
Eurytus Mel.1 (cj., pero v. ἀγαλμοειδής),
Νύμφαι
IGBulg
.3.1579.5 (Augusta Trajana).