< ἀγκῠλομήτης
ἀγκυλομνόν· >
ἀγκῠλόμητις
,
ὁ, ἡ
astuto
,
taimado
de Crono
, Nonn.
D
.21.255,
ἀγκυλόμητιν κερδώ
Opp.
H
.2.107.