< ἀγκύλωσις
ἄγκῡρα >
ἀγκῠλωτός
,
-ή, -όν
provisto de un asa de cuero
o
anilla
para lanzarlo
ἀ. στοχάσματα
de la jabalina
, E.
Ba
.1205, pero cf. ἀγκυλητός
I
.