< ἀγκυλόχειλος
ἀγκῠλόω >
ἀγκῠλοχήλης
,
-ου
de garras corvas
o
ganchudas
αἰγυπιοί
Hes.
Sc
.405,
βυρσαίετος
Ar.
Eq
.197, 204.