< ἀγκῠλότοξος
ἀγκυλόχειλος >
ἀγκῠλοχείλης
,
-ου
1
de pico corvo
αἰγυπιοί
Il
.16.428,
Od
.22.302,
αἰετός
Od
.19.538,
AP
6.229 (Crin.).
2
de cangrejos
de curvas pinzas
,
Batr
.294 (cf. ἀγκυλοχήλης).