< ἀγκῠλόω
ἀγκύλωσις >
ἀγκύλωμα
,
-ματος, τό
medic.
1
lazo
en vendajes, Gal.18(1).798.
2
anquilosamiento
πρὸς ἀγκυλώματα μάλαγμα
Orib.
Ec
.94 tít.