ἀγκάζομαι
1 tomar en brazos, levantar
νεκρόνIl.17.722,
ΣεμέληνNonn.D.7.318.
2 abrazar
καὶ δέ σ' ἐράσμι[ον] ἄνδρα Σεμίραμις ἀγκάσσαιτοEuph.38C.9, cf. Paul.Sil.Soph.375.
• Etimología: Deriv. de ἀγκάς q.u.
νεκρόνIl.17.722,
ΣεμέληνNonn.D.7.318.
καὶ δέ σ' ἐράσμι[ον] ἄνδρα Σεμίραμις ἀγκάσσαιτοEuph.38C.9, cf. Paul.Sil.Soph.375.