< Ἀγκώνιος
ἀγκωνίσκος >
ἀγκωνίσκιον
,
-ου, τό
tecla
o
llave
de un órgano de agua
κατάξομεν τοῖς δακτύλοις τὰ ... ἀγκωνίσκια
Hero
Spir
.1.42.