< Ἄγκυρα
Ἀγκυρανός >
ἀγκυράγωγος
,
-ον
que iza el ancla
σαργάναι· δεσμοί, καὶ πλέγματα γυργαθώδη σχοινίων ἀγκυράγωγα
Hsch.s.u.
σαργάναι
.