ἀγκυροβολέω
1 fig. insertarse
(φλέψ) ἠγκυροβόληται ἐς τὴν κύστινHp.Oss.18.
2 echar el ancla o «el muerto»,
glosa a εὐνὰς βαλέεινPRyl.545.137 (III a.C.).
(φλέψ) ἠγκυροβόληται ἐς τὴν κύστινHp.Oss.18.
glosa a εὐνὰς βαλέεινPRyl.545.137 (III a.C.).