< ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλιδηφόρος >
ἀγκαλίδη
,
-ης, ἡ
ángulo interno del brazo
,
brazo
ἐν ἀγκαλίδῃσι γυναικός
GVI
1712.1 (Amiso, Ponto II/III d.C.), cf. ἀγκαλίς.