< ἀγκαλιδηφόρος
ἀγκαλιδοφορέω >
ἀγκαλιδοπώλης
,
-ου, ὁ
vendedor por brazadas
Phot.
α
179,
EM
α
137,
Et.Gen
.
α
10,
Et.Sym
.
α
31.