ἀγερωχία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀγερουχία Anecd.Ludw.205.23
• Prosodia: [ᾰ-]


1 arrogancia, desmán, atrevimiento Sapph.7.4, βαρυνομένους ὑπὸ τῆς τῶν Καρχηδονίων ἀγερωχίας Plb.10.35.8, μηδεὶς ἡμῶν ἄμοιρος ἔστω τῆς ἡμετέρας ἀ. LXX Sap.2.9, οὐδαμῶς τῆς ἀγερωχίας ἔληγεν LXX 2Ma.9.7, D.Chr.32.9, Alciphr.2.24.2, 3.31.2, Anecd.Ludw.l.c.

2 plu. desplantes, atrevimientos, gallardías ἐπεσάγονται ἀγερωχίας ἐπικινδύνους (como espectáculo), Philostr.VA 2.28.

3 nobleza (πάντα) ... βασιλικῆς τινος ἀγηρωχίας ἐχόμενα Hsch.H.Hom.11.1.3.