< 2 ἀγένειος
ἀγενεσιούργητος >
ἀγενεσία
,
-ας, ἡ
cualidad de increado
o
ingénito
περὶ γενέσεως καὶ ἀγενεσίας διαλέξεται
Procl.
in Ti
.1.239.17, cf. Ath.Al.M.28.1201A.