ἀγελιμαῖος, -α, -ον
perteneciente a la grey, común, vulgar
ὁ Βασιλεὺς οὐ διακονεῖται ὑπὸ ἀγελιμαίων ἀνθρώπωνMac.Aeg.Serm.B 4.29.3 (= Hom.15.45), cf. Hom.17.3.
ὁ Βασιλεὺς οὐ διακονεῖται ὑπὸ ἀγελιμαίων ἀνθρώπωνMac.Aeg.Serm.B 4.29.3 (= Hom.15.45), cf. Hom.17.3.