< ἀγελάζομαι
ἀγελαιοκόμος >
ἀγελαιοκομικός
,
-ή, -όν
relativo al pastoreo
,
pastoril
fig.
(τῶν θεῶν) ἀ. ἐπιστασία
Procl.
in Ti
.3.279.13
•
subst. ἡ ἀ.
el pastoreo
fig. Pl.
Plt
.275e, 299d.