ἀγγούριον, -ου, τό
• Grafía: graf. ἀγκούριν Gloss.Bot.Gr.462.18
bot., una hortaliza del tipo del pepino o calabaza
τοὺς πέπονας καὶ τὰ ἀ<γγούρια> τὰ τετράγγουρα καὶ τὰς κολόκυνθαςCat.Cod.Astr.8(1).181.10, An.Athen.1.598.19, Gloss.Bot.Gr.l.c., 491.19.