< ἀγγελομαρτύρητος
ἀγγελόμορφος >
ἀγγελομιμήτως
adv.
a imitación de los ángeles
οἱ θεοειδεῖς ἀ. ... ἑνούμενοι νόες
Dion.Ar.
DN
1.5.