< Ἀγαυός
ἀγαυριάομαι >
ἀγαυρίαμα
,
-ματος, τό
ufanía
,
insolencia
τὸ ἀγαυρίαμα αὐτῆς ἔσται εἰς πένθος
LXX
Ba
.4.34, cf. Hsch.,
AB
325.8.