< ἀγαλματοθήκη
ἀγαλματοποιέω >
ἀγαλμᾰτομική
,
-ῆς, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
talla
,
estatuaria
Call.
Dieg
.4.29 (
Fr
.100).